- ἀσχήμου
- ἄσχημοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
необразьныи — (4*) пр. 1.Лишенный формы, бесформенный: видѣниѥ неѡбразьно. (ἀνείδεος) ЖФСт XII, 106 об.; н҃бо свою красоту вспри˫а. землѧ же свою. и тако преже необразны˫а вещи ѹкрасишасѧ. ГБ XIV, 63в; необразьна˫а средн. мн. в роли с.: всѧ же просвѣти ре(к) ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασκήμια — και ασχήμια και ασχημία, η (Μ ἀσκημία και ἀσχημία) 1. η ιδιότητα του άσχημου, η κακή εμφάνιση 2. η ανάρμοστη πράξη … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
κακογερνώ — άω και κακογεράζω 1. έχω άσχημα γεράματα, υποφέρω στα γεράματα 2. με το πέρασμα τού χρόνου αποκτώ μορφή άσχημου γέροντα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακογερασμένος, η, ο αυτός που γερνά πρόωρα, που ασχημαίνει με το πέρασμα τού χρόνου … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
μαϊμού — η (Μ μαϊμού) κοινή ονομασία διαφόρων ειδών πιθήκων νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός πονηρού ή άσχημου ανθρώπου 2. επιτήδεια παραλλαγμένο, μη γνήσιο βιομηχανικό προϊόν («το αυτοκίνητο αυτό είναι μαϊμού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μιμῶ. Κατ άλλους, < τουρκ.… … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
ρύγχος — το / ῥύγχος, ΝΜΑ το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… … Dictionary of Greek